- προσεργον
- πρόσεργονπρόσ-εργοντό прибыль, доход от процентов Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόσεργον — earnings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσεργον — τὸ, Α βλ. πρόσεργος … Dictionary of Greek
πρόσεργος — ον, Α 1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον α) κέρδος από χρήματα, τόκος β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔργον (πρβλ. πάρ εργον)] … Dictionary of Greek